1 πειρά
πειρά, ἡ, Spitze, Schärfe, μιανϑεῖσαι πειραὶ κοπάνων ἀνδροδαΐκτων, Aesch. Ch. 847, Schol. αἱ ἀκμαὶ τῶν ξιφῶν.
Griechisch-deutsches Handwörterbuch > πειρά